ιστοτριβης

ιστοτριβης
    ἱστοτριβής
    ἱστο-τρῐβής
    2
    (вместе с кем-л.) находящийся у мачты
    

(Aesch. - v. l. ἰσοτριβής)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ιστοτριβης" в других словарях:

  • ιστοτριβής — ἱστοτριβής, ές (Α) αυτός που τρίβεται, δηλ. αυτός που ξαπλώνει, στο κατάστρωμα κοντά στη βάση τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + τριβής (< τρίβω), πρβλ. οικο τριβής, ωμο τριβής] …   Dictionary of Greek

  • ιστός — Κατάρτι πλοίου (βλ. λ. κατάρτι ή ιστός)· αργαλειός· δικτυωτό πλέγμα. (Ανατ.) Άθροισμα κυττάρων, μορφολογικά διαφοροποιημένων, που συνδέονται μεταξύ τους με μεσοκυττάρια ουσία και επιτελούν συγκεκριμένη λειτουργία στον οργανισμό. Ένα σύνολο ι. που …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»